Καπρίτσιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: καπρίτσιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gril, bevlieging, speling, nuk, kuur, bui, Caprice, willekeur, grilligheid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπρίτσιο
ένα καπρίτσιο, καπρίτσιο μουσική, καπρίτσιο ορισμός, καπρίτσιο λεξικό, καπρίτσιο συνώνυμα, καπρίτσιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καπρίτσιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καπνοί στα ολλανδικά - rook, smoken, damp, roken, nicotineverslaving, uitwaseming, dampen, ...
- καπνός στα ολλανδικά - smoken, roken, damp, tabak, uitwasemen, uitwaseming, nicotineverslaving, ...
- καπό στα ολλανδικά - motorkap, kap, wagenkap, capuchon, afzuigkap, huik
- καράτε στα ολλανδικά - karate, de karate, van de karate, Karate van, van karate
Τυχαίες λέξεις
Καπρίτσιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gril, bevlieging, speling, nuk, kuur, bui, Caprice, willekeur, grilligheid
Μεταφράσεις: gril, bevlieging, speling, nuk, kuur, bui, Caprice, willekeur, grilligheid