Staren στα ελληνικά
Μετάφραση: staren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατενίζω, περιεργάζομαι, όμοιος, βλέμμα, ομότιμος, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stappen στα ελληνικά - βήμα, φόρα, βηματίζω, δρασκελιά, τσαλαπατώ, διάβημα, ρυθμός, ...
- star στα ελληνικά - ισχυρός, αδιάλλακτος, άκαμπτος, άτεγκτος, αυστηρός, αλύγιστος, άκαμπτο, ...
- starter στα ελληνικά - αφέτης, ορεκτικό, μίζα, Starter, μίζας, εκκινητή, της μίζας
- statie στα ελληνικά - σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Τυχαίες λέξεις
Staren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατενίζω, περιεργάζομαι, όμοιος, βλέμμα, ομότιμος, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
Μεταφράσεις: ατενίζω, περιεργάζομαι, όμοιος, βλέμμα, ομότιμος, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα