Stedelijk στα ελληνικά

Μετάφραση: stedelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστικός, αστικών, αστικές, αστική, αστικής
Stedelijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • statuut στα ελληνικά - καταστατικό, νομοθεσία, νόμος, καταστατικού, το καταστατικό, καταστατικό της
  • staven στα ελληνικά - αποδείξεις, απόδειξη, παράσταση, στοιχεία, μαρτυρία, δείχνω, αποδεικνύω, ...
  • steeds στα ελληνικά - πάντοτε, ποτέ, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, διαρκώς
  • steeg στα ελληνικά - πάροδος, δρομάκι, λωρίδα, σοκάκι, λωρίδας, λωρίδων, διάδρομος, ...
Τυχαίες λέξεις
Stedelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστικός, αστικών, αστικές, αστική, αστικής