Steil στα ελληνικά

Μετάφραση: steil, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυτερός, κοφτός, αιφνίδιος, απόκρημνος, κοφτερός, οξυδερκής, απότομος, απότομη, απότομες, απότομο
Steil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • steg στα ελληνικά - φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, hedge, κινδύνου
  • steiger στα ελληνικά - μόλος, αποβάθρα, σκαλωσιά, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
  • stekel στα ελληνικά - αυτοκόλλητο, αγκάθι, prickle, ακανθωτή, άκανθα, διαστίζω
  • steken στα ελληνικά - πληροφορώ, παρουσιάζω, τσιμπώ, μαχαιρώνω, κασμάς, συλλέγω, κέντημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Steil στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυτερός, κοφτός, αιφνίδιος, απόκρημνος, κοφτερός, οξυδερκής, απότομος, απότομη, απότομες, απότομο