Απόκρημνος στα ολλανδικά
Μετάφραση: απόκρημνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
absoluut, zuiver, puur, steil, louter, rein, doorzichtig, steile, stijle, sterke, hoog
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απόκρημνος
απόκρημνος συνώνυμα, απόκρημνος αντίθετο, απόκρημνοσ συνώνυμο, απόκρημνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απόκρημνος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απόκλιση στα ολλανδικά - vertrek, afvaart, uittocht, afrit, afwijking, divergentie, verschillen, ...
- απόκοσμος στα ολλανδικά - alleen, kluizenaar, enkel, raar, eenzaam, bloot, louter, ...
- απόκρυφος στα ολλανδικά - occult, diepzinnig, verborgen, diepzinnige, doorgronden, te doorgronden
- απόκρυψη στα ολλανδικά - deksel, bedekking, omslag, kaft, geheim, verborgenheid, verhulling, ...
Τυχαίες λέξεις
Απόκρημνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: absoluut, zuiver, puur, steil, louter, rein, doorzichtig, steile, stijle, sterke, hoog
Μεταφράσεις: absoluut, zuiver, puur, steil, louter, rein, doorzichtig, steile, stijle, sterke, hoog