Stemmig στα ελληνικά
Μετάφραση: stemmig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιτός, εγκρατής, σοβαρός, σεμνοπρεπής, ξεμέθυστος, νηφάλιος, φειδωλός, σεμνός, δείχνουν σοβαρές, demure, να δείχνουν σοβαρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stemhebbend στα ελληνικά - βαρύς, ηχηρός, φωνηείς, έμφωνο, αρθρωμένης, εξέφρασε, εξέφρασε την
- stemmen στα ελληνικά - ψηφίζω, κουρδίζω, μελωδία, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ...
- stemming στα ελληνικά - μετριάζω, έγκλιση, ψηφίζω, σκληραίνω, ψήφος, οργή, ατμόσφαιρα, ...
- stempel στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Τυχαίες λέξεις
Stemmig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιτός, εγκρατής, σοβαρός, σεμνοπρεπής, ξεμέθυστος, νηφάλιος, φειδωλός, σεμνός, δείχνουν σοβαρές, demure, να δείχνουν σοβαρές
Μεταφράσεις: λιτός, εγκρατής, σοβαρός, σεμνοπρεπής, ξεμέθυστος, νηφάλιος, φειδωλός, σεμνός, δείχνουν σοβαρές, demure, να δείχνουν σοβαρές