Steriliseren στα ελληνικά

Μετάφραση: steriliseren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε
Steriliseren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sterftecijfer στα ελληνικά - θνησιμότητα, θνησιμότητας, θνησιμότητας λόγω, της θνησιμότητας, τη θνησιμότητα
  • steriel στα ελληνικά - άγονος, στείρος, άκαρπος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
  • sterk στα ελληνικά - οξύς, επιτακτικός, σκληρός, γερός, σταθερός, δυναμικός, εντατικός, ...
  • sterken στα ελληνικά - καρδαμώνω, ενδυναμώνω, οχυρώσουν, εμπλουτισμό, ενισχύσουν, ενισχύουν, οχυρώσει
Τυχαίες λέξεις
Steriliseren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε