Stikken στα ελληνικά
Μετάφραση: stikken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάπλωμα, πνίγω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stijging στα ελληνικά - αύξηση, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ανατέλλω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, ...
- stijl στα ελληνικά - ύφος, πάσσαλος, στύλος, στυλ, στιλ, το στυλ, τύπου
- stil στα ελληνικά - σιωπηλός, ακίνητος, ατάραχος, νηνεμία, ήσυχος, ήρεμος, ησυχασμός, ...
- stileren στα ελληνικά - εκδίδω, επιμελούμαι, στυλιζάρω, την στυλιζάρω, συμμορφούμαι με ωρισμένον ύφος, συμμορφώ με ορισμένο ύφος
Τυχαίες λέξεις
Stikken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάπλωμα, πνίγω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
Μεταφράσεις: πάπλωμα, πνίγω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ