Stillen στα ελληνικά

Μετάφραση: stillen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήρεμος, σιωπή, σιγή, νηνεμία, σωπαίνω, γαλήνιος, ακίνητος, ικανοποιώ, κατευνάσει, κατευνάσουν, να κατευνάσει, κατευνάσει τους, κατευνάσουν την
Stillen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stileren στα ελληνικά - εκδίδω, επιμελούμαι, στυλιζάρω, την στυλιζάρω, συμμορφούμαι με ωρισμένον ύφος, συμμορφώ με ορισμένο ύφος
  • stilist στα ελληνικά - πηγή, συγγραφέας, στυλίστας, λογοτέχνης, στυλίστα, στιλίστα, στιλίστας
  • stilstaan στα ελληνικά - στέκεται ακόμα, στάσιμος, ορθοστασία, σταθούμε στα σημερινά, να σταθούμε στα σημερινά
  • stilstand στα ελληνικά - παγώνω, καταψύχω, σταματώ, κρουσταλλιάζω, downtime, διακοπής λειτουργίας, διαστήματα διακοπής, ...
Τυχαίες λέξεις
Stillen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήρεμος, σιωπή, σιγή, νηνεμία, σωπαίνω, γαλήνιος, ακίνητος, ικανοποιώ, κατευνάσει, κατευνάσουν, να κατευνάσει, κατευνάσει τους, κατευνάσουν την