Σωπαίνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σωπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stillen, kalmeren, rustigheid, bedaren, rust, kalmte, stilte, houden, blijven, houdt, houd, te houden
Σωπαίνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωπαίνω

σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα, σωπαίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωπαίνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σωματικός στα ολλανδικά - materieel, gewelddadig, lichamelijk, fysisch, fysiek, fysieke, fysische
  • σωματοφύλακας στα ολλανδικά - lijfwacht, bodyguard, lijfwacht van, de lijfwacht, lijfwachten
  • σωρευτικός στα ολλανδικά - cumulatieve, cumulatief, gecumuleerde, de cumulatieve
  • σωριάζομαι στα ολλανδικά - instorten, crisis, ineenstorten, uiteenvallen, ineenstorting, instorting, collapse
Τυχαίες λέξεις
Σωπαίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stillen, kalmeren, rustigheid, bedaren, rust, kalmte, stilte, houden, blijven, houdt, houd, te houden