Stout στα ελληνικά

Μετάφραση: stout, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόλμη, τόλμημα, έντονος, γενναίος, θαρραλέος, άτακτος, κακό, άτακτο, άτακτα, άτακτη
Stout στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stoten στα ελληνικά - δύναμη, ώθηση, μπήγω, σπρώχνω, βία, σπρώξιμο, εξαναγκάζω, ...
  • stotteren στα ελληνικά - τραυλίζω, ψελλίζω, τραύλισμα, stutter, τραυλίζουν, να κολλάει, Διακεκομμένος
  • stoutheid στα ελληνικά - θρασύτητα, μάγουλο, νεύρο, κύρος, αναίδεια, θράσος, αντικρίζω, ...
  • stoutmoedig στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, θαρραλέος, έντονος, γενναίος, τολμηρά, με τόλμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Stout στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόλμη, τόλμημα, έντονος, γενναίος, θαρραλέος, άτακτος, κακό, άτακτο, άτακτα, άτακτη