Supplement στα ελληνικά
Μετάφραση: supplement, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- superieur στα ελληνικά - ανώτερος, ανώτερη, superior, ανώτερο, ανώτερες
- supervisor στα ελληνικά - ελεγκτής, επόπτης, αρχή εποπτείας, επιβλέπων, αρχή εποπτείας του, επόπτη
- supplementair στα ελληνικά - επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, πρόσθετος, συμπληρωματική, συμπληρωματικό, συμπληρωματικού, συμπληρωματικές
- surplus στα ελληνικά - πλεόνασμα, περίσσευμα, πλεονάσματος, πλεονασματική, πλεονάσματα, πλεονασμάτων
Τυχαίες λέξεις
Supplement στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα