Textiel στα ελληνικά

Μετάφραση: textiel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, πανί, ύφασμα, κλωστοϋφαντουργικών, κλωστοϋφαντουργίας, κλωστοϋφαντουργικά, υφαντικές
Textiel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tewerkstellen στα ελληνικά - απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει
  • tewerkstelling στα ελληνικά - εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
  • tezamen στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
  • thans στα ελληνικά - τώρα, σήμερα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον
Τυχαίες λέξεις
Textiel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, πανί, ύφασμα, κλωστοϋφαντουργικών, κλωστοϋφαντουργίας, κλωστοϋφαντουργικά, υφαντικές