Ύφασμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ύφασμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stof, laken, weefsel, textiel, doek, doekje, stoffen
Ύφασμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύφασμα

ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καναπέ, ύφασμα σιφόν, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα σενίλ, ύφασμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ύφασμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ύφαλος στα ολλανδικά - rif, klip, reef, ertsader, de Ertsader
  • ύφανση στα ολλανδικά - het weven, weven, weven van, geweven, weverij
  • ύφεση στα ολλανδικά - absolutie, depressie, spoor, afdruk, crisis, recessie, een recessie, ...
  • ύφος στα ολλανδικά - modus, trant, wijs, manier, wijze, stijl, mode, ...
Τυχαίες λέξεις
Ύφασμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stof, laken, weefsel, textiel, doek, doekje, stoffen