Tijdschrift στα ελληνικά

Μετάφραση: tijdschrift, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθεωρώ, ανασκόπηση, ανασκοπώ, κριτική, περιοδικό, περιοδικού, το περιοδικό, περιοδικών, γεμιστήρα
Tijdschrift στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewindsman στα ελληνικά - υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
  • onzeker στα ελληνικά - αμφίβολος, επισφαλής, αβέβαιος, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, αβέβαια
  • priemen στα ελληνικά - κεντρίζω, κασμάς, συλλέγω, μαζεύω, τσιμπώ, μαχαιρώνω, κεντρί, ...
  • talent στα ελληνικά - δώρο, προτέρημα, ταλέντο, πεσκέσι, ικανότητα, χάρισμα, δωρεά, ...
Τυχαίες λέξεις
Tijdschrift στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθεωρώ, ανασκόπηση, ανασκοπώ, κριτική, περιοδικό, περιοδικού, το περιοδικό, περιοδικών, γεμιστήρα