Tijdsgewricht στα ελληνικά
Μετάφραση: tijdsgewricht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- folklore στα ελληνικά - λαογραφία, λαογραφικό, λαογραφική, λαογραφικά, λαογραφίας
- grootbrengen στα ελληνικά - αγρόκτημα, μορφώνω, ανατρέφω, παράγω, εκπαιδεύω, τρέφω, μεγαλώνω, ...
- opzichtig στα ελληνικά - βροντερός, λουσάτος, φλας, φτηνός, ξιπασμένος, ηχηρός, αναλαμπή, ...
- scheuring στα ελληνικά - ρήξη, ρήξης, θραύση, διάρρηξη, θραύσης
Τυχαίες λέξεις
Tijdsgewricht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
Μεταφράσεις: εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου