Timide στα ελληνικά
Μετάφραση: timide, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δειλός, συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, άτολμη, δειλά, δειλή
Μεταφράσεις
- herstel στα ελληνικά - ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
- ondertekening στα ελληνικά - υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή, η υπογραφή, της υπογραφής
- puntig στα ελληνικά - μυτερός, οξύς, κοφτερός, αιφνίδιος, έντονος, αιχμηρός, οξυδερκής, ...
- statistiek στα ελληνικά - στατιστική, στατιστικές, στατιστικών, στατιστικά στοιχεία, τις στατιστικές
Τυχαίες λέξεις
Timide στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δειλός, συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, άτολμη, δειλά, δειλή
Μεταφράσεις: δειλός, συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, άτολμη, δειλά, δειλή