Toepassen στα ελληνικά

Μετάφραση: toepassen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτούμαι, χρήση, χρησιμοποιώ, βάζω, εφαρμόζω, να εφαρμόσει, να εφαρμόσουν, να εφαρμόζουν, για την εφαρμογή, να εφαρμόζει
Toepassen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • krankzinnig στα ελληνικά - τρελός, λωλός, άρρωστος, κουζουλός, θυμωμένος, τρελούτσικος, παράφρων, ...
  • omhelzen στα ελληνικά - αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
  • ondernemend στα ελληνικά - επιχειρηματικός, τολμηρός, επιχειρηματίας, επιχειρηματική, επιχειρηματικό, επιχειρηματικών
  • rijwiel στα ελληνικά - ποδήλατο, ποδηλάτων, ποδηλάτου, Ενοικίαση ποδηλάτων, το ποδήλατο
Τυχαίες λέξεις
Toepassen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτούμαι, χρήση, χρησιμοποιώ, βάζω, εφαρμόζω, να εφαρμόσει, να εφαρμόσουν, να εφαρμόζουν, για την εφαρμογή, να εφαρμόζει