Λέξη: συσσωματώνω

Συνώνυμα: συσσωματώνω

ενσωματώνω

Μεταφράσεις: συσσωματώνω

συσσωματώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embody

συσσωματώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encarnar, personificar, incorporar, encarnan, plasmar

συσσωματώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verkörpern, verkörpert, zu verkörpern, auszubilden

συσσωματώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renfermer, contenir, inclure, matérialiser, impliquer, énoncer, embrasser, concrétiser, incarner, exprimer, englober, réunir, personnifier, comprendre, incarnent, incorporer, incarne

συσσωματώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incarnare, incarnano, incorporare, incarna, impersonare

συσσωματώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encarnar, incorporar, incorporam, encarnam, personificam

συσσωματώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belichamen, te belichamen, belichaming, belichaamt, incarneren

συσσωματώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
олицетворять, изображать, воплотить, включать, осуществлять, объединять, воплощать, перевоплощать, воплощают, олицетворяют, воплощает

συσσωματώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legemlig, legemliggjøre, legemliggjør, uttrykker

συσσωματώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förkroppsligar, förkroppsliga, uttryck för, konkretiserar, ger uttryck

συσσωματώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hahmottaa, ilmentää, ruumiillistaa, ilmentävät, symboloi, ruumiillistumia

συσσωματώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
legemliggøre, repræsenterer, inkarnere, legemliggør, rummer

συσσωματώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
včlenit, zahrnout, vyjádřit, zahrnovat, ztělesnit, začlenit, obsahovat, ztělesňovat, vtělit, ztělesňují, vyjadřují

συσσωματώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włączać, wcielać, łączyć, ucieleśniać, zawierać, wbudować, uwzględniać, obejmować, uosabiać, wyrażać, ucieleśnieniem

συσσωματώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtestesíteni, megtestesítik, testesítik, testesítik meg, testesíti

συσσωματώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cisimlendirmek, somutlaştırmak, temsil, cisimleştirmek, somutlaştıran

συσσωματώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уособлювати, зображати, втільте, об'єднувати, втілювати, утілювати, втілюватиме, втілюватимуть

συσσωματώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
materializoj, mishërojnë, shpreh, të mishërojnë, mishërojë

συσσωματώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
олицетворяха, въплъщавам, въплъщават, олицетворява, въплъти, въплъщава

συσσωματώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўвасабляць, увасабляць, ажыццяўляць

συσσωματώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kehastama, väljendama, kehastavad, väljendavad, kätkevad, koosnema

συσσωματώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oličiti, utjeloviti, utjelovljuju, utjelovljenje, utjelovljuje, utjelovi

συσσωματώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðfest, fela, fela í sér, er staðfest, fela í

συσσωματώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkūnyti, įkūnija, įgyvendinti, įkūnytų, apimti

συσσωματώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iemiesot, iemieso, iekļaut, jāiemieso, sevī ietver

συσσωματώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отелотворуваат, внесат, отелотвори, отелотворение, го внесат

συσσωματώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întruchipa, întruchipează, întruchipeze, intruchipeaza, încorporează

συσσωματώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poosebljajo, utelešajo, uteleša, utelešati, izražali

συσσωματώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stelesňovať, stelesniť, realizáciu a, stelesňovať v, vnášať
Τυχαίες λέξεις