Toeslag στα ελληνικά

Μετάφραση: toeslag, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συν, επίδομα, πριμοδότηση, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Toeslag στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achterstallig στα ελληνικά - εξαιρετικός, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, καθυστερήσει, ληξιπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμων
  • drukproef στα ελληνικά - απόδειξη, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
  • inkt στα ελληνικά - μελάνι, μελάνη, μελάνης, μελανιού, του μελανιού
  • opkopen στα ελληνικά - αγοράσουν, αγοράσει μέχρι, θα αγοράσουν, αγοράσει έως, εξαγοράσουν
Τυχαίες λέξεις
Toeslag στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συν, επίδομα, πριμοδότηση, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα