Πριμοδότηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: πριμοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
premie, toeslag, premium, premiumkanalen
Πριμοδότηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πριμοδότηση

πριμοδότηση αθλητών, πριμοδότηση πρώτου κόμματος, πριμοδότηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πριμοδότηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρηνής στα ολλανδικά - vooroverliggend, procumbent, liggende, langs de grond groeiend
  • πριμ στα ολλανδικά - premie, bonus, bonussen, premies, verhogingen, de bonussen
  • πριν στα ολλανδικά - voor, geleden, ago
  • πριονίζω στα ολλανδικά - zaag, zag, zagen, spreekwoord, kerven, scheur, Jag, ...
Τυχαίες λέξεις
Πριμοδότηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: premie, toeslag, premium, premiumkanalen