Tof στα ελληνικά

Μετάφραση: tof, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απίθανος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Tof στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanhechting στα ελληνικά - κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
  • barbaar στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, βαρβαρικές, βαρβάρων, βαρβαρικών, βάρβαρο
  • overtreden στα ελληνικά - παραβαίνω, παραβιάζω, αθετώ, υπερβαίνω, παραβιάζουν, παραβαίνουν, παραβιάσει, ...
  • snikkel στα ελληνικά - κέντημα, κόκορας, πετεινός, κεντώ, τρυπώ, τσιτώνω, κρουνός, ...
Τυχαίες λέξεις
Tof στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απίθανος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες