Ton στα ελληνικά

Μετάφραση: ton, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρέλι, τόνος, σημαδούρα, τόνο, τόνων, τόνου
Ton στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kleefmiddel στα ελληνικά - μαστίχα, κολλώ, κόλλα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
  • lamleggen στα ελληνικά - παραλύω, παραλύσει, παραλύσουν, παραλύουν, παραλύει
  • melk στα ελληνικά - αρμέγω, γάλα, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
  • straal στα ελληνικά - ακτίνα, καδρόνι, άξονας, σαλάχι, δοκός, αχτίδα, ακτίνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Ton στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρέλι, τόνος, σημαδούρα, τόνο, τόνων, τόνου