Toren στα ελληνικά

Μετάφραση: toren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
Toren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • extern στα ελληνικά - εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικά
  • motorisch στα ελληνικά - μηχανή, μοτέρ, κινητήρας, κινητήρα, με κινητήρα, οχημάτων
  • ongetwijfeld στα ελληνικά - αναμφισβήτητα, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, αναμφιβόλως
  • stuwadoor στα ελληνικά - λιμενεργάτης, στιβαδόρος, στοιβαστής, φορτοεκφορτωτής, τη στοιβασία που
Τυχαίες λέξεις
Toren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του