Treden στα ελληνικά

Μετάφραση: treden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυθμός, βηματίζω, δρασκελιά, τσαλαπατώ, διάβημα, φόρα, βήμα, πατημασιά, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
Treden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mozaïek στα ελληνικά - μωσαϊκό, ψηφιδωτό, ψηφιδωτά, μωσαϊκού, ψηφιδωτού
  • nagerecht στα ελληνικά - καραμέλα, γλυκός, επιδόρπιο, γλυκό, επιδορπίων, το επιδόρπιο, Επιδόρπιο Στοιχεία εστιατορίου
  • opwinden στα ελληνικά - εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
  • schmink στα ελληνικά - greasepaint
Τυχαίες λέξεις
Treden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυθμός, βηματίζω, δρασκελιά, τσαλαπατώ, διάβημα, φόρα, βήμα, πατημασιά, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου