Uitdelen στα ελληνικά

Μετάφραση: uitdelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, διανέμω, αγορά, απονέμω, βοήθημα ανεργίας, επίδομα σε απόρους, Dole, επίδομα ανεργίας, το επίδομα ανεργίας
Uitdelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • celebreren στα ελληνικά - εορτάζω, γιορτάζω, γιορτάσουν, γιορτάσουμε, γιορτάσει, γιορτάζουν
  • geducht στα ελληνικά - δυνατός, ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
  • kobold στα ελληνικά - διαβολάκι, δαιμόνιο, imp, ΟΘΠ, ΟΜΠ
  • onrecht στα ελληνικά - αδικία, αδικίας, την αδικία, της αδικίας, η αδικία
Τυχαίες λέξεις
Uitdelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, διανέμω, αγορά, απονέμω, βοήθημα ανεργίας, επίδομα σε απόρους, Dole, επίδομα ανεργίας, το επίδομα ανεργίας