Uitvloeisel στα ελληνικά

Μετάφραση: uitvloeisel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληξη, επίπτωση, γεγονός, σημασία, άθλημα, τεύχος, συνέπεια, έκβαση, αποτέλεσμα, θέμα, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Uitvloeisel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achtenswaard στα ελληνικά - έντιμος
  • blijven στα ελληνικά - κατακρατώ, κρατώ, μένω, συνεχίζομαι, εμμένω, παραμένω, εξακολουθώ, ...
  • koken στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, βράζω, να, για να, σε, για, ...
  • middelbaar στα ελληνικά - παραδόπιστος, μέση, τσιγκούνης, μέσος, εννοώ, σημαίνω, μεσαίος, ...
Τυχαίες λέξεις
Uitvloeisel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληξη, επίπτωση, γεγονός, σημασία, άθλημα, τεύχος, συνέπεια, έκβαση, αποτέλεσμα, θέμα, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος