Unit στα ελληνικά
Μετάφραση: unit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedaardheid στα ελληνικά - ήρεμος, νηνεμία, αταραξία, ψυχραιμία, ηρεμία, την ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, ...
- camera στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
- haas στα ελληνικά - λαγός, Hare, λαγού, λαγό, λαγών
- put στα ελληνικά - αναβλύζω, πηγάδι, λοιπόν, κοιλότητα, καλά, και, επίσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Unit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Μεταφράσεις: μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα