Vakkundig στα ελληνικά

Μετάφραση: vakkundig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντεχνος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Vakkundig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • flikker στα ελληνικά - πούστης, ομοφυλόφιλος, σουτζουκάκια, αδερφίστικα, σουτζουκάκι
  • postbeambte στα ελληνικά - ταχυδρόμος, mailman, ταχυδρόμο, το mailman, στο mailman
  • sommige στα ελληνικά - λίγοι, μερικός, μερικοί, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
  • steriliseren στα ελληνικά - αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε
Τυχαίες λέξεις
Vakkundig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντεχνος, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο