Verbinden στα ελληνικά
Μετάφραση: verbinden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, για να συνδεθείτε, για να συνδέσετε, να συνδεθείτε, να συνδέσετε, να συνδεθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanfluiting στα ελληνικά - κοροϊδία, παρωδία, χλευασμός, εμπαιγμό, διακωμώδηση, γελοιοποίηση
- autoriseren στα ελληνικά - να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
- bloedgetuige στα ελληνικά - μάρτυρας, μάρτυρα, μαρτυρικό, μαρτύρησε, μαρτύρων
- legering στα ελληνικά - κράμα, κράματος, κραμάτων, κραματοποιημένο, αλουμινίου
Τυχαίες λέξεις
Verbinden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, για να συνδεθείτε, για να συνδέσετε, να συνδεθείτε, να συνδέσετε, να συνδεθεί
Μεταφράσεις: συνδέω, συνδυάζω, συνενώνω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, για να συνδεθείτε, για να συνδέσετε, να συνδεθείτε, να συνδέσετε, να συνδεθεί