Verdenking στα ελληνικά

Μετάφραση: verdenking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόνοια, υποψία, υποψίες, υπόνοιες, υποψίας
Verdenking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apert στα ελληνικά - φαινομενικός, σκέτο, κάμπος, φανερός, σκέτος, προφανής, πεδιάδα, ...
  • beginneling στα ελληνικά - ατζαμής, αρχάριος, Ανεπαρκής, αρχάριο, αρχάριους, αρχαρίων
  • bres στα ελληνικά - διάλειμμα, θλάση, παραβιάζω, σπάζω, ρήγμα, ρωγμή, αντεπίθεση, ...
  • profaneren στα ελληνικά - βεβηλώνω, μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, ...
Τυχαίες λέξεις
Verdenking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόνοια, υποψία, υποψίες, υπόνοιες, υποψίας