Υποψία στα ολλανδικά
Μετάφραση: υποψία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wantrouwen, verdenking, achterdocht, argwaan, vermoeden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποψία
υποψία εγκυμοσύνης, υποψία (chloe), υποψία hpv, υποψία για hpv, υποψία (2009), υποψία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποψία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υποχωρώ στα ολλανδικά - terugkrabbelen, luwen, bedaren, teruggaan, aftrekken, bekoelen, achteruitgaan, ...
- υποψήφιος στα ολλανδικά - kandidaat, aspirant, sollicitant, de kandidaat, gegadigde
- υποψηφιότητα στα ολλανδικά - benoeming, voordracht, kandidaatstelling, nominatie, benoemings-
- υπό- στα ολλανδικά - sub, submenu, onder, sub-
Τυχαίες λέξεις
Υποψία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wantrouwen, verdenking, achterdocht, argwaan, vermoeden
Μεταφράσεις: wantrouwen, verdenking, achterdocht, argwaan, vermoeden