Verdienste στα ελληνικά

Μετάφραση: verdienste, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθός, δίχτυ, απολαβή, κέρδος, απολαβές, πληρωμή, πληρώνω, ωφέλεια, αποδοχές, αξία, εισόδημα, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων
Verdienste στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doorgaans στα ελληνικά - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
  • kiezel στα ελληνικά - χαλίκι, βότσαλο, βότσαλα, με βότσαλα, βοτσαλωτή
  • ontbranden στα ελληνικά - αναφλέγονται, αναφλεγεί, αναφλεγούν, αναφλέξει, προκαλέσουν ανάφλεξη
  • snugger στα ελληνικά - τετραπέρατος, αιφνίδιος, ευφυής, κοφτερός, καπάτσος, μυτερός, πανέξυπνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Verdienste στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθός, δίχτυ, απολαβή, κέρδος, απολαβές, πληρωμή, πληρώνω, ωφέλεια, αποδοχές, αξία, εισόδημα, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων