Εισόδημα στα ολλανδικά

Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdienste, opbrengst, inkomen, rente, ontvangst, inkomsten, baten, opbrengsten, het inkomen
Εισόδημα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισόδημα

εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισόδημα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εισροή στα ολλανδικά - instroom, toevloed, instroming, toestroom
  • εισχωρώ στα ολλανδικά - doordringen, binnendringen, dringen, penetreren, door te dringen
  • εκατομμύριο στα ολλανδικά - miljoen, miljoen euro, mln
  • εκατονταετηρίδα στα ολλανδικά - honderd, eeuw, eeuwfeest, honderdjarig, honderdste verjaardag, honderdjarig bestaan, honderdjarige
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdienste, opbrengst, inkomen, rente, ontvangst, inkomsten, baten, opbrengsten, het inkomen