Vereenvoudigen στα ελληνικά
Μετάφραση: vereenvoudigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομψός, κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, ελαττώνω, μειώνω, κόβω, κόψιμο, κοπή, απλοποιώ, περιορίζω, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanvraag στα ελληνικά - εντολή, παρακαλώ, ζητώ, παραγγελία, παράκληση, παραγγέλλω, προσταγή, ...
- controverse στα ελληνικά - διαμάχη, αμφισβήτηση, αντιπαράθεση, διαμάχης, αντιπαραθέσεις
- federaal στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
- roet στα ελληνικά - καπνιά, αιθάλη, γάνα, αιθάλης, της αιθάλης, την αιθάλη
Τυχαίες λέξεις
Vereenvoudigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομψός, κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, ελαττώνω, μειώνω, κόβω, κόψιμο, κοπή, απλοποιώ, περιορίζω, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
Μεταφράσεις: κομψός, κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, ελαττώνω, μειώνω, κόβω, κόψιμο, κοπή, απλοποιώ, περιορίζω, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση