Κόψιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: κόψιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkrimpen, verkleinen, reduceren, maaien, zetten, vereenvoudigen, snede, verlagen, gesneden, knippen, snit, geslepen
Κόψιμο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόψιμο

κόψιμο πάνας, κόψιμο στο δάχτυλο, κόψιμο τσιγάρο, κόψιμο καπνίσματος, κόψιμο τσιγάρου, κόψιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κόψιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κότσος στα ολλανδικά - bun, broodje, knot, broodje van, kont
  • κότσυφας στα ολλανδικά - gieteling, merel, Blackbird, de Merel, merel van, van de Merel
  • κύβος στα ολλανδικά - klontje, kubus, blok, dobbelsteen, blokje, cube, kubus van
  • κύηση στα ολλανδικά - zwangerschap, de zwangerschap, zwanger, zwangerschap te
Τυχαίες λέξεις
Κόψιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inkrimpen, verkleinen, reduceren, maaien, zetten, vereenvoudigen, snede, verlagen, gesneden, knippen, snit, geslepen