Vergroten στα ελληνικά
Μετάφραση: vergroten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγεθύνω, αύξηση, αυξάνω, υπερβάλλω, ενισχύω, παραλέω, βελτιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- handelaar στα ελληνικά - έμπορος, έμπορας, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
- ineenkronkelen στα ελληνικά - μπαίνω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, ...
- opstand στα ελληνικά - εξέγερση, επανάσταση, ξεσήκωμα, ανταρσία, εξέγερσης, της εξέγερσης, ανταρσίας
- pips στα ελληνικά - ξανθός, χλωμός, κουκούτσια, κέρδος, σπόρους
Τυχαίες λέξεις
Vergroten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγεθύνω, αύξηση, αυξάνω, υπερβάλλω, ενισχύω, παραλέω, βελτιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: μεγεθύνω, αύξηση, αυξάνω, υπερβάλλω, ενισχύω, παραλέω, βελτιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει