Verklaren στα ελληνικά
Μετάφραση: verklaren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερμηνεύω, προφέρω, δηλώνω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
Μεταφράσεις
- belemmeren στα ελληνικά - εμποδίζω, αντιτίθεμαι, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρενοχλώ, ενοχλώ, φράζω, ...
- bij στα ελληνικά - από, προς, δίπλα, πλάι, σε, στο, κατά, ...
- evaluatie στα ελληνικά - εκτίμηση, αξιολόγηση, Αξιολόγηση, αξιολόγησης, Η αξιολόγηση, την αξιολόγηση
- overleving στα ελληνικά - επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, η επιβίωση
Τυχαίες λέξεις
Verklaren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερμηνεύω, προφέρω, δηλώνω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
Μεταφράσεις: ερμηνεύω, προφέρω, δηλώνω, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί