Vermogen στα ελληνικά
Μετάφραση: vermogen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεύθυνση, ικανοποιημένος, πρωτεύουσα, κατοχή, εξουσία, κτήμα, κύρος, ικανοποιημένο, χωρητικότητα, ακίνητο, ιδιοκτησία, δύναμη, ευχαριστημένος, περιουσία, σπίτι, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gewestelijk στα ελληνικά - περιφερειακός, περιφερειακών, περιφερειακές, περιφερειακό, περιφερειακή
- noch στα ελληνικά - ούτε, δεν, ούτε η, κανένα, καμία
- scheiding στα ελληνικά - χωρισμός, αποχαιρετισμός, παραιτούμαι, παρατάω, χωρίστρα, διαζύγιο, φεύγω, ...
- schetsen στα ελληνικά - σκιαγράφηση, διατυπώνω, σκίτσο, σκαρίφημα, σχεδιάγραμμα, σχεδίασμα
Τυχαίες λέξεις
Vermogen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεύθυνση, ικανοποιημένος, πρωτεύουσα, κατοχή, εξουσία, κτήμα, κύρος, ικανοποιημένο, χωρητικότητα, ακίνητο, ιδιοκτησία, δύναμη, ευχαριστημένος, περιουσία, σπίτι, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Μεταφράσεις: διεύθυνση, ικανοποιημένος, πρωτεύουσα, κατοχή, εξουσία, κτήμα, κύρος, ικανοποιημένο, χωρητικότητα, ακίνητο, ιδιοκτησία, δύναμη, ευχαριστημένος, περιουσία, σπίτι, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά