Verontwaardiging στα ελληνικά
Μετάφραση: verontwaardiging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγανάκτηση, οργή, προπηλακίζω, προσβολή, αίσχος, κατακραυγή, την οργή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gedwongen στα ελληνικά - υποχρεωτικός, αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
- neigen στα ελληνικά - γέρνω, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος
- noch στα ελληνικά - ούτε, δεν, ούτε η, κανένα, καμία
- staatsvorm στα ελληνικά - πολίτευμα, δίαιτα, καθεστώς, κυβέρνηση, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Verontwaardiging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγανάκτηση, οργή, προπηλακίζω, προσβολή, αίσχος, κατακραυγή, την οργή
Μεταφράσεις: αγανάκτηση, οργή, προπηλακίζω, προσβολή, αίσχος, κατακραυγή, την οργή