Προπηλακίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: προπηλακίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beledigen, krenken, affronteren, verontwaardiging, propilakizo
Προπηλακίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπηλακίζω

προπηλακίζω ετυμολογία, προπηλακίζω λεξικό, προπηλακίζω ορισμος, προπηλακίζω σημασια, προπηλακίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προπηλακίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προορισμός στα ολλανδικά - bestemming, omgeving, aankomst, van bestemming, de bestemming
  • προπαρασκευαστικός στα ολλανδικά - voorbereidend, voorbereidende, voorbereiding, de voorbereidende, voorbereidingen
  • προπονητής στα ολλανδικά - onderwijzen, opvoeden, bus, coachen, trainen, rijtuig, autobus, ...
  • προπονούμενος στα ολλανδικά - opleiding, proponoumenos
Τυχαίες λέξεις
Προπηλακίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beledigen, krenken, affronteren, verontwaardiging, propilakizo