Vervalsing στα ελληνικά

Μετάφραση: vervalsing, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστογραφία, κίβδηλος, πλαστός, κάλπικος, πλαστογράφησης, πλαστογραφίας, πλαστογράφηση, της παραχάραξης
Vervalsing στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afzenden στα ελληνικά - πλοίο, στείλετε, στείλτε, στείλει, να στείλετε, αποστείλει
  • entstof στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
  • geschil στα ελληνικά - ασυμφωνία, διχόνοια, διαμάχη, διένεξη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
  • modderen στα ελληνικά - θολώνω, συγχύζω, συγχύζομαι, σύγχυση, μπέρδεμα
Τυχαίες λέξεις
Vervalsing στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστογραφία, κίβδηλος, πλαστός, κάλπικος, πλαστογράφησης, πλαστογραφίας, πλαστογράφηση, της παραχάραξης