Πλαστογραφία στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλαστογραφία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
navolging, vervalsen, vervalsing, namaak, bedrieger, vals, nabootsing, valsheid in geschrifte, vervalsingen, van vervalsing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλαστογραφία
πλαστογραφία υπογραφής, πλαστογραφία δημοσίου εγγράφου ποινη, πλαστογραφία ποινικός κώδικας, πλαστογραφία άρθρο 216, πλαστογραφία μετά χρήσεως, πλαστογραφία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλαστογραφία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλασματικός στα ολλανδικά - fictief, gefingeerd, fictieve, gefingeerde, denkbeeldige
- πλαστικός στα ολλανδικά - plastic, plastiek, plastisch, kunststof, plastische
- πλαστός στα ολλανδικά - nabootsing, namaak, vals, vervalsen, vervalsing, bedrieger, navolging, ...
- πλατέως στα ολλανδικά - plateos
Τυχαίες λέξεις
Πλαστογραφία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: navolging, vervalsen, vervalsing, namaak, bedrieger, vals, nabootsing, valsheid in geschrifte, vervalsingen, van vervalsing
Μεταφράσεις: navolging, vervalsen, vervalsing, namaak, bedrieger, vals, nabootsing, valsheid in geschrifte, vervalsingen, van vervalsing