Verwarring στα ελληνικά

Μετάφραση: verwarring, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστατώνω, φασαρία, παραζάλη, πάθηση, ταραγμένος, κυκεώνας, διαταραχή, σύγχυση, αταξία, ακαταστασία, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση
Verwarring στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • creëren στα ελληνικά - γεννοβολώ, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, γεννώ, δημιουργώ, φτιάχνω, παράγω, ...
  • doodsangst στα ελληνικά - αγωνία, βασανίζω, βασανισμός, αγωνίας, μαρτύριο
  • festijn στα ελληνικά - συμπόσιο, πανηγύρι, πανδαισία, ευωχούμαι, fest, φεστιβάλ, γιορτή, ...
  • pornografie στα ελληνικά - πορνογραφία, πορνογραφίας, την πορνογραφία, η πορνογραφία, της πορνογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Verwarring στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστατώνω, φασαρία, παραζάλη, πάθηση, ταραγμένος, κυκεώνας, διαταραχή, σύγχυση, αταξία, ακαταστασία, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση