Vier στα ελληνικά
Μετάφραση: vier, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέσσερις, τέσσερα, τεσσάρων, τέσσερεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aangelegenheid στα ελληνικά - νοιάζομαι, δουλειές, βαλίτσα, δουλειά, επιτόκιο, θέμα, περιστατικό, ...
- alleen στα ελληνικά - μοναχικός, πέλμα, μονός, μόνο, δίκαιος, μοναχός, εντελώς, ...
- bijlage στα ελληνικά - προσάρτημα, αναβάτης, παράρτημα, επισυνάψετε, αποδίδουν, συνδέσετε, να επισυνάψετε, ...
- geboorte στα ελληνικά - γραμμή, γέννηση, καταγωγή, ράτσα, αίμα, παρακρατώ, απόθεμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Vier στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέσσερις, τέσσερα, τεσσάρων, τέσσερεις
Μεταφράσεις: τέσσερις, τέσσερα, τεσσάρων, τέσσερεις