Vluchtheuvel στα ελληνικά
Μετάφραση: vluchtheuvel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυλία, άσυλο, καταφύγιο, καταφυγίου, καταφύγει, καταφυγής, καταφύγια
Μεταφράσεις
- deeltje στα ελληνικά - μόριο, κομμάτι, σωματίδιο, άτομο, θραύσμα, πράγμα, κομματάκι, ...
- drastisch στα ελληνικά - ριζικός, δραστικά, δραστική, δραματικά, ριζικά, δραστικά τις
- fruit στα ελληνικά - καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
- ronddwalen στα ελληνικά - περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
Τυχαίες λέξεις
Vluchtheuvel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυλία, άσυλο, καταφύγιο, καταφυγίου, καταφύγει, καταφυγής, καταφύγια
Μεταφράσεις: ασυλία, άσυλο, καταφύγιο, καταφυγίου, καταφύγει, καταφυγής, καταφύγια