Voer στα ελληνικά
Μετάφραση: voer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφή, σιτίζω, φαγητό, τροφοδοτώ, θρέψη, ταΐζω, κτηνοτροφικά, χορτονομής, κτηνοτροφικών, χορτονομή, παραγωγή ζωοτροφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hechtenis στα ελληνικά - κράτηση, κολάρο, συλλαμβάνω, σύλληψη, βουτώ, κλέβω, γιακάς, ...
- patroon στα ελληνικά - οδηγός, φόρμα, αφεντικό, περίγραμμα, κύριος, εργοδότης, σχέδιο, ...
- roersel στα ελληνικά - συναίσθημα
- spreken στα ελληνικά - καθαρός, απόλυτος, στόμα, ξεστομίζω, διάλεξη, στόμιο, νουθετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Voer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφή, σιτίζω, φαγητό, τροφοδοτώ, θρέψη, ταΐζω, κτηνοτροφικά, χορτονομής, κτηνοτροφικών, χορτονομή, παραγωγή ζωοτροφών
Μεταφράσεις: τροφή, σιτίζω, φαγητό, τροφοδοτώ, θρέψη, ταΐζω, κτηνοτροφικά, χορτονομής, κτηνοτροφικών, χορτονομή, παραγωγή ζωοτροφών