Volgroeid στα ελληνικά
Μετάφραση: volgroeid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικος, ενήλικας, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedriegen στα ελληνικά - φενακίζω, εξαπατώ, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, ...
- keten στα ελληνικά - αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
- lelie στα ελληνικά - κρίνος, κρίνο, κρίνου, κρίνων, νούφαρο
- ontslagname στα ελληνικά - παραίτηση, την παραίτηση, αποποίηση, παραίτηση από, παραίτηση του
Τυχαίες λέξεις
Volgroeid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου