Volume στα ελληνικά

Μετάφραση: volume, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ποσότητα, φωνή, όγκο, όγκου, ένταση
Volume στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adaptatie στα ελληνικά - διασκευή, στέγαση, τύπος, κατάλυμα, εκδοχή, ρύθμιση, προσαρμογή, ...
  • akkoord στα ελληνικά - διακανονισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση, κατανόηση, συμφωνία, συμμόρφωση, συγκατάθεση, ...
  • lux στα ελληνικά - πολυτελής, πολυτέλεια, πολυτελείς σουίτες, σουίτες, Ιυχ, πολυτελείς
  • tijdelijk στα ελληνικά - δειλός, πρόσκαιρος, προσωρινός, προσωρινά, προσωρινή, την προσωρινή, προσωρινώς, ...
Τυχαίες λέξεις
Volume στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ποσότητα, φωνή, όγκο, όγκου, ένταση