Ποσότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ποσότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omvang, inhoud, boel, grootheid, volume, boek, hoeveelheid, massa, geluidssterkte, sterkte, kwantiteit, Aantal, hoeveelheden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποσότητα
ποσότητα γάλακτος για νεογέννητο, ποσότητα μητρικού γάλακτος, ποσότητα αμνιακού υγρού, ποσότητα τροφής για κουτάβια, ποσότητα αίματος στον άνθρωπο, ποσότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ποσότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ποσό στα ολλανδικά - somma, summa, aantal, getal, totaal, totaalbedrag, tal, ...
- ποσόν στα ολλανδικά - totaalbedrag, getal, tal, bedrag, som, totaal, hoeveelheid, ...
- ποτάμι στα ολλανδικά - rivier, River, rivier de, de rivier, rivier van
- ποτέ στα ολλανδικά - ooit, immer, steeds, eenmaal, eens, nimmer, nooit, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποσότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: omvang, inhoud, boel, grootheid, volume, boek, hoeveelheid, massa, geluidssterkte, sterkte, kwantiteit, Aantal, hoeveelheden
Μεταφράσεις: omvang, inhoud, boel, grootheid, volume, boek, hoeveelheid, massa, geluidssterkte, sterkte, kwantiteit, Aantal, hoeveelheden